- ὑπαρχούσης
- ὑπάρχωbeginpres part act fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσσύνοπτος — η, ο (Α δυσσύνοπτος, ον) νεοελλ. (για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει αρχ. αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.) … Dictionary of Greek
τριγενής — ές, ΝΜΑ γραμμ. (για επίθ.) αυτός που έχει τρία γένη («επίθετο τριγενές και δικατάληκτο») αρχ. 1. (για την κάμπια και τα όμοια έντομα που έχουν τρεις περιόδους ζωής και υφίστανται μεταμόρφωση) αυτός που γεννιέται τρεις φορές («τριγενοῦς ὑπαρχούσης … Dictionary of Greek
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek